παραβολικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραβολικός η παραβολική το παραβολικό
      γενική του παραβολικού της παραβολικής του παραβολικού
    αιτιατική τον παραβολικό την παραβολική το παραβολικό
     κλητική παραβολικέ παραβολική παραβολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραβολικοί οι παραβολικές τα παραβολικά
      γενική των παραβολικών των παραβολικών των παραβολικών
    αιτιατική τους παραβολικούς τις παραβολικές τα παραβολικά
     κλητική παραβολικοί παραβολικές παραβολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραβολικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραβολικός
για τον μαθηματικό όρο < (λόγιο δάνειο) γαλλική parabolique < parabole (< ελληνιστική κοινή παραβολή) + -ique[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.vo.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραβολικός

Επίθετο

παραβολικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με την παραβολή
  2. (γεωμετρία) που σχετίζεται με τη γεωμετρική παραβολή

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.