όποτε

Νέα ελληνικά (el)

Σύνδεσμος

όποτε

  1. (χρονικός σύνδεσμος) σε απροσδιόριστα χρονικά σημεία, κάθε φορά που
    δεν γίνεται να με βρίζεις όποτε έχεις νεύρα από τη δουλειά σου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.