βήτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βήτα < αρχαία ελληνική βῆτα
Ουσιαστικό
βήτα ουδέτερο άκλιτο
- το δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (β, κεφαλαίο: Β)
- (ως επίθετο) δεύτερος, υποδεέστερος σε σχέση με κάτι άλλο
- προϊόντα βήτα διαλογής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.