ως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ως < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὡς

Πρόθεση

ως

  • (τοπικά) έφτασε ως την άκρη του κόσμου
  • (χρονικά) θα είμαι στο σπίτι ως τις έξι

Εκφράσεις

  • ως εκεί και μη παρέκει!: αρκετά!, φτάνει!, αυτό ξεπερνά τα όρια!

Μεταφράσεις

Μόριο

ως

  1. με την ιδιότητα του/της
    • σας μιλώ ως επιστήμονας
  2. για κάτι που του αποδίδεται μία ιδιότητα, όπως (και) έναν/μια/ένα
  3. πως/ότι είμαι

Σημειώσεις

Η χρήση του σαν αντί του ως με αυτή τη σημασία είναι συχνή στην καθημερινή ομιλία, αποδοκιμάζεται όμως από τους γραμματικούς, επειδή το σαν υποδηλώνει ουσιαστικά ότι το υποκείμενο δεν έχει πραγματικά αυτή την ιδιότητα. Για παράδειγμα η φράση «μιλάει σαν υπουργός» σημαίνει ότι δεν είναι, αλλά παριστάνει ή μοιάζει (με τον τρόπο της ομιλίας του) με υπουργό, ενώ η φράση «μιλάει ως υπουργός», σημαίνει ότι είναι όντως υπουργός και μιλάει με αυτήν την ιδιότητα.

Μεταφράσεις

Επίρρημα

ως

  1. (αναφορικό) με τον τρόπο που, όπως
    να δέχεσαι τα πράγματα ως έχουν
  2. ως προς: σχετικά με (κάτι), όσον αφορά σε (κάτι)
    οι επιδόσεις του είναι μέτριες αλλά ως προς τη διαγωγή του δεν παρατηρήσαμε κάτι το αξιόμεμπτο
  3. ως και: (επιδοτικό) ακόμα και, μέχρι και
    ως και η ίδια του η μάνα τον μίσησε στο τέλος

Εκφράσεις

  • ως συνήθως: όπως είναι συνηθισμένο
  • ως είθισται: όπως συνηθίζεται
  • ως ακολούθως: όπως ακολουθεί στη συνέχεια (του κειμένου)
  • ως εξής: όπως ακολουθεί/παρουσιάζεται (αναλυτικά) στην συνέχεια (του κειμένου)

Μεταφράσεις

Σύνδεσμος

ως

  • (χρονικός) καθώς, εκεί που (παρωχ.)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.