αν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αν < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἄν < ἐάν [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈan/
Σύνδεσμος
αν και εάν
- α (λογοτεχνικό)
Εκφράσεις
- ακόμη και αν
- αν και
- αν τυχόν
- και αν ή κι αν
- όσο κι αν
- ό,τι κι αν
- τι κι αν
Μεταφράσεις
αν
|
Αναφορές
- αν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.