κάπα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κάπα < αρχαία ελληνική κάππα
- κάππα
Μεταφράσεις
κάπα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάπα | οι | κάπες |
| γενική | της | κάπας | των | καπών |
| αιτιατική | την | κάπα | τις | κάπες |
| κλητική | κάπα | κάπες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία

βοσκός με κάπα σε έργο του Γεωργιανού ζωγράφου Νίκο Πιροσμάνι
Ομώνυμα / Ομόηχα
Ουσιαστικό
κάπα θηλυκό
Μεταφράσεις
- κάπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.