ψι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψι < αρχαία ελληνική ψῖ

Προφορά

ΔΦΑ : /psi/

Ουσιαστικό

ψι ουδέτερο άκλιτο

  • Το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (ψ, κεφαλαίο: Ψ). (δέκατο έβδομο στην αρχαία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.