λάμδα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λάμδα < αρχαία ελληνική λάμβδα

Ουσιαστικό

λάμδα και λάμντα ουδέτερο άκλιτο

  • το ενδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (λ, κεφαλαίο: Λ) (Ν.Ελληνικής)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.