ήτα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ήτα
<
αρχαία ελληνική
ἦτα
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈi.ta
/
Ομώνυμα / Ομόηχα
είτα
Ουσιαστικό
ήτα
ουδέτερο
άκλιτο
Το έβδομο γράμμα του ελληνικού
αλφάβητου
(
η
, κεφαλαίο:
Η
).
Μεταφράσεις
ήτα
αγγλικά
:
eta
(en)
αραμαϊκά
:
ܐܬܐ
(
ata
)
γαλλικά
:
êta
(fr)
εσπεράντο
:
eto
(eo)
ιαπωνικά
:
エータ
(ja)
(
ēta
)
πολωνικά
:
eta
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.