γιώτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γιώτα < αρχαία ελληνική ἰῶτα

Ουσιαστικό

γιώτα ουδέτερο άκλιτοιώτα)

  1. το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (ι, κεφαλαίο: Ι)
  2. (ιδιωματισμός, στρατιωτικός βαθμός) η διαβάθμιση της Σωματικής Ικανότητας των στρατεύσιμων (σε Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία), από το αρχικό γράμμα της λέξης ικανότητα (ακολουθείται από τους αριθμούς 1 έως 5)
    —Το πήρες τελικά τα γιώτα φιλάρα; —Ναι ρε συ, μου έδωσαν Ι4, θα την περάσω ζωή και κότα χωρίς όπλο στη θητεία!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.