ὡς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὡς < στην επιρρηματική χρήση από την αρχαιότερη αιτιατική της αναφορικής αντωνυμίας ὅς, χωρίς να αποκλείονται και άλλες ρίζες
Σύνδεσμος
ὡς
- πως, ότι (ειδικός σύνδεσμος που φανερώνει υποκειμενική γνώμη)
- ↪ μὴ φοβοῦ ὡς ἀπορήσεις (μη φοβάσαι ότι θα ..)
- για να (τελικός, αποτελεσματικός, συμπερασματικός και μετά από σύγκριση ή εννοούμενη σύγκριση)
- ↪ βουλὴν ὑποθησόμεθ᾽..., ὡς μὴ πάντες ὄλωνται (...για να μη χαθούν όλοι)
- ↪ γραῦς εἶ, ὦ Ἐλπινίκη, ὡς τηλικαῦτα διαπράττεσθαι πράγματα (πολύ γριά για να..)
- ↪ παρεσκευάζοντο ὡς πολεμήσοντες (ετοιμάζονταν <για> να πολεμήσουν)
- ↪ ἔδει τὰ ἐνέχυρα λαβεῖν, ὡς μηδ᾽ εἰ ἐβούλετο ἐδύνατο ἐξαπατᾶν (έπρεπε να...ώστε ακόμα κι αν ήθελε, να μη μπορούσε να εξαπατήσει)
- ώστε (συμπερασματικός)
- επειδή, επειδή τάχα (αιτιολογικός που δηλώνει υποκειμενική ή ψευδή αιτιολογία)
- μόλις, όταν (χρονικός)
- ↪ ὡς εἶδον ως ἐμάνην ή άλλο ρήμα (μόλις το είδα μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, με το που το είδα)
Επίρρημα
ὡς
- αναφορικό παραβολικό και δεικτικό όπως, έτσι, κατ' αυτό τον τρόπο, καθώς
- ↪ ὡς ἔπος εἰπεῖν (που λέει ο λόγος, όπως λέγεται)
- ↪ ὡς ἐμοὶ δοκεῖ (όπως μου φαίνεται, εγώ νομίζω) ὡς ἔοικε (όπως φαίνεται)
- (ποσοστικό) περίπου, πάνω-κάτω τόσο
- ↪ εὖρος ὡς δύο τριήρεας πλέειν ὁμοῦ (με πλάτος περίπου δύο τριήρων πλάι-πλάι)
Πρόθεση
ὡς
Μόριο
ὡς
- ως εάν, σαν
- ↪ λέγουσιν ἡμᾶς ὡς ὀλωλότας (μιλούν για μας λες κι έχουμε πεθάνει, σαν να είμαστε νεκροί)
Εκφράσεις
- ὡς συνελόντι εἰπεῖν και ὡς ἔπος εἰπεῖν (με δυο λόγια)
- ὡς εἰπεῖν (ούτως ειπείν, με άλλα λόγια)
- ὡς εἰκάσαι (για να υποθέσουμε, να κάνουμε μια υπόθεση, υποθέτοντας, πιθανόν)
- ὡς ἕκαστος-ἕκαστοι (ένας ένας)
- ὡς τάχος (ολοταχώς)
Σημειώσεις
- Το ὡς είχε και διάφορες χρήσεις που δεν εμπίπτουν με σαφήνεια σε κάποια κατηγορία μέρους του λόγου
Πηγές
- ὡς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὡς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.