ύψιλον
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ύψιλον
<
μεσαιωνική ελληνική
ὖ ψιλόν
Ουσιαστικό
ύψιλον
ουδέτερο
άκλιτο
Το εικοστό γράμμα του ελληνικού
αλφάβητου
(
υ
, κεφαλαίο:
Υ
). (Ν.Ελληνικής)
Μεταφράσεις
ύψιλον
γαλλικά
:
upsilon
(fr)
γερμανικά
:
Ypsilon
(de)
εσπεράντο
:
upsilono
(eo)
πολωνικά
:
ipsylon
(pl)
,
ypsilon
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.