ερώτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερώτηση | οι | ερωτήσεις |
| γενική | της | ερώτησης* | των | ερωτήσεων |
| αιτιατική | την | ερώτηση | τις | ερωτήσεις |
| κλητική | ερώτηση | ερωτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ερωτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερώτηση < αρχαία ελληνική ἐρώτησις < ἐρωτῶ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.