α

Νέα ελληνικά (el)

ελληνικό αλφάβητο
α   α Unicode (U+03B1)
α   α   decimal
 Α α   άλφα / ἄλφα Νν νι / νῦ
 Β β ϐ   βήτα / βῆτα Ξξ ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γγ γάμα / γάμμα Οο όμικρον /  μικρόν, (οὖ)
 Δδ δέλτα Ππϖ πι / πεῖ, πῖ
 Εε έψιλον /  ψιλόν, (εἶ) Ρρϱρο / ῥῶ
 Ζζ ζήτα / ζῆτα Σσ/ς σίγμα / σῖγμα
 Ηη ήτα / ἦτα Ττ ταυ / ταῦ
 Θθϑθήτα / θῆτα Υυ ύψιλον /  ψιλόν, ()
 Ιι γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φφϕφι / φεῖ, φῖ
 Κκϰκάπα / κάππα Χχ χι / χεῖ, χῖ
 Λλ λάμδα, λάμντα, λάβδα Ψψ ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μμ μι / μῦ Ωω ωμέγα /  μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝϝ δίγαμμα  Ϻϻ σαν
 Ϛϛ στίγμα  Ϸϸ σω
 Ϡϡ σαμπί  Ͳͳ παλαιό σαμπί
 Ϙϙ κόππα  Ϟϟ μεταγενέστερο κόππα
 Ͱͱ ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ ϲ μηνοειδές σίγμα
 Ϗϗ και  Ȣȣ ου
 Ͷͷ παμφυλιακό δίγαμμα     

Ετυμολογία 1

α < από το κεφαλαίο Α με την εμφάνιση της μικρογράμματης γραφής

Χαρακτήρας

α (κεφαλαίο Α)

  1. άλφα: το πρώτο πεζό γράμμα (και πρώτο φωνήεν) του ελληνικού αλφαβήτου
    πολυτονική γραφή, παραλλαγές: ᾳ ά ᾴ ὰ ᾲ ᾶ ᾷ ἀ ᾀ ἄ ᾄ ἂ ᾂ ἆ ᾆ ἁ ᾁ ἅ ᾅ ἃ ᾃ ἇ ᾇ
    γραφή με προσωδία: ᾰ ᾱ
  2. (γεωγραφία) δείτε Α
  3. (μαθηματικά) δείτε 𝛂, ⍺ και 𝛼

Ετυμολογία 2

α < (ηχομιμητική λέξη)

Επιφώνημα

α!

  • επιφώνημα που δηλώνει έντονο συναίσθημα: θαυμασμό, απορία, έκπληξη, χαρά, αγανάκτηση κτλ.
    α! τι λαχτάρα ήταν κι αυτή, "α! τι χαρά'!"

Μεταφράσεις


Ετυμολογία 3

α < άι

Επιφώνημα

α


Ετυμολογία 4

α < θα με αποβολή του αρχικού [θ] [1]

Μόριο

α

  • (ιδιωματικό) θα


Ετυμολογία 5

α < αν με αποβολή του τελικού [n]

Σύνδεσμος

α

Αναφορές

  1. Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 24.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.