κύκλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κύκλος οι κύκλοι
      γενική του κύκλου των κύκλων
    αιτιατική τον κύκλο τους κύκλους
     κλητική κύκλε κύκλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κύκλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κύκλος [1]
Κύκλος με επίκεντρη γωνία.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈci.klos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κύκλος

Ουσιαστικό

κύκλος αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν συγκεκριμένη απόσταση από ένα άλλο σημείο
  2. κλειστή διαδρομή
    Μπορείς να κάνεις αναστροφή στην πορεία σου κάνοντας τον κύκλο της πλατείας.
  3. (μεταφορικά) η μετάβαση από μία αρχική κατάσταση στην ίδια πάλι κατάσταση μέσω άλλων καταστάσεων
    Όταν η αρρώστια κάνει τον κύκλο της θα γίνεις πάλι καλά.
    Ο κύκλος της σελήνης περιλαμβάνει τέσσερις φάσεις: νέο φεγγάρι, πρώτο τέταρτο, πανσέληνος και τρίτο τέταρτο.
  4. (σχήμα λόγου) λογοτεχνικό σχήμα κατά το οποίο η πλοκή ξεκινάει και τελειώνει με το ίδιο γεγονός
    προχωράτε γενναίες πολεμίστριες, του έθνους μάνες προχωράτε

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
κυκλ- 

και

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κύκλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κύκλος

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κύκλος οἱ κύκλοι
      γενική τοῦ κύκλου τῶν κύκλων
      δοτική τῷ κύκλ τοῖς κύκλοις
    αιτιατική τὸν κύκλον τοὺς κύκλους
     κλητική ! κύκλε κύκλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κύκλω
γεν-δοτ τοῖν  κύκλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κύκλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷékʷlos

Ουσιαστικό

κύκλος αρσενικό

  1. (γεωμετρία) κύκλος
  2. με στρογγυλό σχήμα
    1. δακτύλιος
    2. (πιθανή αρχική σημασία) τροχός
      χρειάζεται παράθεμα στον Όμηρο
    3. στρογγυλή ασπίδα
    4. θόλος ουρανού
    5. κυκλικό τείχος γύρω από πόλη
    6. (μεταφορικά) τόπος συνάθροισης
       συνώνυμα: ἀγορά
  3. κυκλική κίνηση, όπως οι τροχιές ουρανίων σωμάτων

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
κυκλ- 
  • κυκλο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κυκλο- στο Βικιλεξικό όπως κυκλοφόρος, κυκλοῦχος
  • -κυκλος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κυκλος στο Βικιλεξικό όπως τετράκυκλος, μετάκυκλος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.