δίκυκλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δίκυκλος | η | δίκυκλη | το | δίκυκλο |
| γενική | του | δίκυκλου | της | δίκυκλης | του | δίκυκλου |
| αιτιατική | τον | δίκυκλο | τη | δίκυκλη | το | δίκυκλο |
| κλητική | δίκυκλε | δίκυκλη | δίκυκλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δίκυκλοι | οι | δίκυκλες | τα | δίκυκλα |
| γενική | των | δίκυκλων | των | δίκυκλων | των | δίκυκλων |
| αιτιατική | τους | δίκυκλους | τις | δίκυκλες | τα | δίκυκλα |
| κλητική | δίκυκλοι | δίκυκλες | δίκυκλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δίκυκλος < δι- + κύκλος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bicycle)
Επίθετο
δίκυκλος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει δυο κύκλους
- που έχει δυο ρόδες, δύο τροχούς (για όχημα)
- (ουσιαστικοποιημένο) δίκυκλο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.