λογοτεχνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λογοτεχνικός | η | λογοτεχνική | το | λογοτεχνικό |
| γενική | του | λογοτεχνικού | της | λογοτεχνικής | του | λογοτεχνικού |
| αιτιατική | τον | λογοτεχνικό | τη | λογοτεχνική | το | λογοτεχνικό |
| κλητική | λογοτεχνικέ | λογοτεχνική | λογοτεχνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λογοτεχνικοί | οι | λογοτεχνικές | τα | λογοτεχνικά |
| γενική | των | λογοτεχνικών | των | λογοτεχνικών | των | λογοτεχνικών |
| αιτιατική | τους | λογοτεχνικούς | τις | λογοτεχνικές | τα | λογοτεχνικά |
| κλητική | λογοτεχνικοί | λογοτεχνικές | λογοτεχνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λογοτεχνικός < λογοτεχνία
Επίθετο
λογοτεχνικός
- που αναφέρεται στους λογοτέχνες ή στη λογοτεχνία ή έχει το χαρακτήρα της λογοτεχνίας
- λογοτεχνική συντροφιά, λογοτεχνικό περιοδικό, λογοτεχνικό βιβλίο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.