Κυκλάδες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Κυκλάδες | ||
| γενική | των | Κυκλάδων | ||
| αιτιατική | τις | Κυκλάδες | ||
| κλητική | Κυκλάδες | |||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈkla.ðes/
Ετυμολογία
- Κυκλάδες < αρχαία ελληνική Κυκλάδες (νῆσοι) < κυκλάς < κύκλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷékʷlos
-
Κυκλάδες στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.