κυκλοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυκλοειδής | η | κυκλοειδής | το | κυκλοειδές |
| γενική | του | κυκλοειδούς* | της | κυκλοειδούς | του | κυκλοειδούς |
| αιτιατική | τον | κυκλοειδή | την | κυκλοειδή | το | κυκλοειδές |
| κλητική | κυκλοειδή(ς) | κυκλοειδής | κυκλοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυκλοειδείς | οι | κυκλοειδείς | τα | κυκλοειδή |
| γενική | των | κυκλοειδών | των | κυκλοειδών | των | κυκλοειδών |
| αιτιατική | τους | κυκλοειδείς | τις | κυκλοειδείς | τα | κυκλοειδή |
| κλητική | κυκλοειδείς | κυκλοειδείς | κυκλοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυκλοειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυκλοειδής < αρχαία ελληνική κύκλος, κυκλο- + -ειδής
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.klo.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κλο‐ει‐δής
Επίθετο
κυκλοειδής, -ής, -ές (χωρίς παραθετικά)
Σύνθετα
- ημικυκλοειδής
Μεταφράσεις
κυκλοειδής
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κυκλοειδής | τὸ | κυκλοειδές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κυκλοειδοῦς | τοῦ | κυκλοειδοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κυκλοειδεῖ | τῷ | κυκλοειδεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κυκλοειδῆ | τὸ | κυκλοειδές | ||
| κλητική ὦ! | κυκλοειδές | κυκλοειδές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κυκλοειδεῖς | τὰ | κυκλοειδῆ | ||
| γενική | τῶν | κυκλοειδῶν | τῶν | κυκλοειδῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κυκλοειδέσῐ(ν) | τοῖς | κυκλοειδέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κυκλοειδεῖς | τὰ | κυκλοειδῆ | ||
| κλητική ὦ! | κυκλοειδεῖς | κυκλοειδῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυκλοειδεῖ | τὼ | κυκλοειδεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κυκλοειδοῖν | τοῖν | κυκλοειδοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυκλοειδής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κύκλος, κυκλο- + -ειδής
Επίθετο
κυκλοειδής, -ής, -ές (χωρίς παραθετικά)
Παράγωγα
- κυκλοειδῶς (επίρρημα)
Πηγές
- κυκλοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.