φυσική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η φυσική
      γενική της φυσικής
    αιτιατική τη φυσική
     κλητική φυσική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φυσικός

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.siˈci/
ομόηχο: φυσικοί

Ουσιαστικό

φυσική θηλυκό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φυσική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.