κυκλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈklo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κλώ‐νο‐μαι
Ρήμα
κυκλώνομαι, π.αόρ.: κυκλώθηκα, μτχ.π.π.: κυκλωμένος, (ενεργ.: κυκλώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος κυκλώνω → δείτε και την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.