ἀγορά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀγορᾱ́ | αἱ | ἀγοραί |
| γενική | τῆς | ἀγορᾶς | τῶν | ἀγορῶν |
| δοτική | τῇ | ἀγορᾷ | ταῖς | ἀγοραῖς |
| αιτιατική | τὴν | ἀγορᾱ́ν | τὰς | ἀγορᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ἀγορᾱ́ | ἀγοραί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγορᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγοραῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἀγορά θηλυκό
- συνάθροιση, συνέλευση, ιδίως του λαού, κατ' αντίθεση προς το συμβούλιο των αρχόντων (βουλή)
- το σημείο συνάθροισης και δημόσιας ζωής αρχαίων ελληνικών πόλεων
- τόπος συνέλευσης
- ομιλία
- το χάρισμα του αγορεύειν, η ευγλωττία
- τόπος αγοραπωλησιών
- εμπορεύματα, ψώνια
- για δήλωση χρόνου
- δωρικός τύπος : ἀγορή
- αιολικός τύπος : ἄγυρις
Σημειώσεις
- από τον Όμηρο (και μάλλον όχι νωρίτερα) εμφανίζονται αγορές, και ως χώροι συζήτησης, και ως εμπορείου, αν και συνήθως συνέπιπτε η σημασία
- ※ πολλὰ μὲν εἰν ἀγορῇ πωλεύμενα, πολλὰ δ' ἀγυιαῖς (Όμηρος, Επιγράμματα 14.5)
Πηγές
- ἀγορά - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀγορά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγορά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.