ἀγορά

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγορᾱ́ αἱ ἀγοραί
      γενική τῆς ἀγορᾶς τῶν ἀγορῶν
      δοτική τῇ ἀγορ ταῖς ἀγοραῖς
    αιτιατική τὴν ἀγορᾱ́ν τὰς ἀγορᾱ́ς
     κλητική ! ἀγορᾱ́ ἀγοραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγορᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀγοραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγορά < ἀγείρω.  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀀𐀒𐀨 (a-ko-ra)

Ουσιαστικό

ἀγορά θηλυκό

  1. συνάθροιση, συνέλευση, ιδίως του λαού, κατ' αντίθεση προς το συμβούλιο των αρχόντων (βουλή)
  2. το σημείο συνάθροισης και δημόσιας ζωής αρχαίων ελληνικών πόλεων
  3. τόπος συνέλευσης
  4. ομιλία
  5. το χάρισμα του αγορεύειν, η ευγλωττία
  6. τόπος αγοραπωλησιών
  7. εμπορεύματα, ψώνια
  8. για δήλωση χρόνου
    • ἀγορά πληθούσα: οι ώρες πριν το μεσημέρι, δηλαδή που η αγορά ήταν γεμάτη
    • ἀγορῆς διάλυσις: ο χρόνος αμέσως μετά την μεσημβρία, δηλαδή που επέστρεφαν σπίτι τους

Συγγενικά

  • δωρικός τύπος: ἀγορή
  • αιολικός τύπος: ἄγυρις

Σημειώσεις

  • από τον Όμηρο (και μάλλον όχι νωρίτερα) εμφανίζονται αγορές, και ως χώροι συζήτησης, και ως εμπορείου, αν και συνήθως συνέπιπτε η σημασία
      πολλὰ μὲν εἰν ἀγορῇ πωλεύμενα, πολλὰ δ' ἀγυιαῖς (Όμηρος, Επιγράμματα 14.5)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.