εκκύκλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εκκύκλημα | τα | εκκυκλήματα |
| γενική | του | εκκυκλήματος | των | εκκυκλημάτων |
| αιτιατική | το | εκκύκλημα | τα | εκκυκλήματα |
| κλητική | εκκύκλημα | εκκυκλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκκύκλημα < ελληνιστική κοινή ἐκκύκλημα < αρχαία ελληνική ἐκκυκλέω < ἐκ- + κυκλέω / κυκλῶ < κύκλος
Ουσιαστικό
εκκύκλημα ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κύκλος
-
εκκύκλημα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.