μεγάκυκλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγάκυκλος οι μεγάκυκλοι
      γενική του μεγάκυκλου
& μεγακύκλου
των μεγάκυκλων
& μεγακύκλων
    αιτιατική τον μεγάκυκλο τους μεγάκυκλους
& μεγακύκλους
     κλητική μεγάκυκλε μεγάκυκλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγάκυκλος < μεγά- (από το mega-) + κύκλος

Ουσιαστικό

μεγάκυκλος αρσενικό (σύμβολο: MHz)

  •  δείτε τη λέξη κύκλοι ανά δευτερόλεπτο

Συνώνυμα

  • μεγαχέρτζ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.