μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετάβαση | οι | μεταβάσεις |
| γενική | της | μετάβασης* | των | μεταβάσεων |
| αιτιατική | τη | μετάβαση | τις | μεταβάσεις |
| κλητική | μετάβαση | μεταβάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταβάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετάβαση < αρχαία ελληνική μετάβασις < μεταβαίνω < μετά + βαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈta.va.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τά‐βα‐ση
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.