περικυκλόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- περικυκλόω < περι- + κυκλόω
Ρήμα
περικυκλόω
- περικυκλώνω
- περικλείω
- (ελληνιστική κοινή) λέω, αναφέρω, εξιστορώ
- ※ Ποῖος στρατιώτης γέγονας, ἵνα παρεμβολὴν βαλὼν σὺ πληγῇς; περικυκλεῖς ψευδῆ λόγον. ((Ψευδο-)Λουκιανός, Ὠκύπους, 62-63)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- περικυκλόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περικυκλόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.