βραχυκυκλωτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βραχυκυκλωτήρας | οι | βραχυκυκλωτήρες |
| γενική | του | βραχυκυκλωτήρα | των | βραχυκυκλωτήρων |
| αιτιατική | τον | βραχυκυκλωτήρα | τους | βραχυκυκλωτήρες |
| κλητική | βραχυκυκλωτήρα | βραχυκυκλωτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||


Καλώδια βραχυκύκλωσης
Ουσιαστικό
βραχυκυκλωτήρας αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) ηλεκτρικά αγώγιμο μέσο που συνδέει δύο σημεία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος χωρίς μόνιμη κόλληση (συνήθως για δοκιμαστική χρήση), με πιό γνωστούς τους βραχυκυκλωτήρες ακίδων (τζαμπεράκια) και τα καλώδια βραχυκύκλωσης
Συνώνυμα
-
βραχυκυκλωτήρας στη Βικιπαίδεια

- βραχυκυκλωτήρας, φωτογραφίες στα Wikimedia Commons
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.