κυκλάμινο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κυκλάμινο | τα | κυκλάμινα |
| γενική | του | κυκλάμινου | των | κυκλάμινων |
| αιτιατική | το | κυκλάμινο | τα | κυκλάμινα |
| κλητική | κυκλάμινο | κυκλάμινα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυκλάμινο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυκλάμινον (ουδέτερο) < ελληνιστική κοινή κυκλάμινος (αρσενικό ή θηλυκό) < → δείτε αρχαία ελληνική κύκλος

Κυκλάμινα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈkla.mi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κλά‐μι‐νο
Ουσιαστικό
κυκλάμινο ουδέτερο
Παράγωγα
- κυκλαμινάκι (υποκοριστικό)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Λέξεις με κυκλαμ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Πηγές
- κυκλάμινο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κυκλάμινο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.