ημικύκλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημικύκλιο τα ημικύκλια
      γενική του ημικυκλίου
& ημικύκλιου
των ημικυκλίων
    αιτιατική το ημικύκλιο τα ημικύκλια
     κλητική ημικύκλιο ημικύκλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημικύκλιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ημικύκλιο ουδέτερο

  1. σχήμα μισού κύκλου
  2. ο χώρος συνεδριάσεων της βουλής ή της ευρωβουλής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.