ημικύκλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ημικύκλιο | τα | ημικύκλια |
| γενική | του | ημικυκλίου & ημικύκλιου |
των | ημικυκλίων |
| αιτιατική | το | ημικύκλιο | τα | ημικύκλια |
| κλητική | ημικύκλιο | ημικύκλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημικύκλιο < → λείπει η ετυμολογία

Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.