κυκλικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυκλικότητα | οι | κυκλικότητες |
| γενική | της | κυκλικότητας | των | κυκλικοτήτων |
| αιτιατική | την | κυκλικότητα | τις | κυκλικότητες |
| κλητική | κυκλικότητα | κυκλικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυκλικότητα < κυκλικός
Μεταφράσεις
κυκλικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.