κυκλωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυκλωτικός η κυκλωτική το κυκλωτικό
      γενική του κυκλωτικού της κυκλωτικής του κυκλωτικού
    αιτιατική τον κυκλωτικό την κυκλωτική το κυκλωτικό
     κλητική κυκλωτικέ κυκλωτική κυκλωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυκλωτικοί οι κυκλωτικές τα κυκλωτικά
      γενική των κυκλωτικών των κυκλωτικών των κυκλωτικών
    αιτιατική τους κυκλωτικούς τις κυκλωτικές τα κυκλωτικά
     κλητική κυκλωτικοί κυκλωτικές κυκλωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυκλωτικός < κύκλωση + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.klo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυκλωτικός

Επίθετο

κυκλωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.