διαδρομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαδρομή οι διαδρομές
      γενική της διαδρομής των διαδρομών
    αιτιατική τη διαδρομή τις διαδρομές
     κλητική διαδρομή διαδρομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαδρομή < αρχαία ελληνική διαδρομή

Ουσιαστικό

διαδρομή θηλυκό

  1. το σύνολο των χώρων που περνάει κάποιος πηγαίνοντας από ένα σημείο σε ένα άλλο
  2. (συνεκδοχικά) ο χρόνος που χρειάζεται για να πάει κάποιος από ένα σημείο σε άλλο
  3. (δίκτυο υπολογιστών) path: η ακολουθία των κόμβων (nodes) από όπου διέρχεται ένα πακέτο (packet) στα δίκτυα μεταγωγής για να φθάσει τον κόμβο προορισμού (destination node)

Πολυλεκτικοί όροι

  • δοκιμαστική διαδρομή
  • ειδική διαδρομή

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαδρομή < διαδραμεῖν

Ουσιαστικό

διαδρομή

  1. η μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο
  2. (αστρονομία) η τροχιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.