περικύκλωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | περικύκλωσῐς | αἱ | περικυκλώσεις |
| γενική | τῆς | περικυκλώσεως | τῶν | περικυκλώσεων |
| δοτική | τῇ | περικυκλώσει | ταῖς | περικυκλώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | περικύκλωσῐν | τὰς | περικυκλώσεις |
| κλητική ὦ! | περικύκλωσῐ | περικυκλώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περικυκλώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | περικυκλωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περικύκλωσις < περικυκλόω / περικυκλῶ + -σις (-ωσις)
Πηγές
- περικύκλωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περικύκλωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.