κυκλάμινος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κῠκλᾰμῑνο- | |||||
| ονομαστική | ἡ | κυκλάμινος | αἱ | κυκλάμινοι | |
| γενική | τῆς | κυκλαμίνου | τῶν | κυκλαμίνων | |
| δοτική | τῇ | κυκλαμίνῳ | ταῖς | κυκλαμίνοις | |
| αιτιατική | τὴν | κυκλάμινον | τὰς | κυκλαμίνους | |
| κλητική ὦ! | κυκλάμινε | κυκλάμινοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυκλαμίνω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κυκλαμίνοιν | |||
| Σπανιότερα και ως αρσενικό, με ίδιες καταλήξεις. | |||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- κυκλάμινος < αρχαία ελληνική κύκλ(ος) (για το σχήμα των βολβών του φυτού) + -άμινος με επίδραση του σησάμινος [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: κυκλάμινον (ουδέτερο) ⇒ νέα ελληνικά: κυκλάμινο
Ουσιαστικό
κυκλάμινος, -ου θηλυκό (σπανιότερα αρσενικό)
- (λουλούδι) κυκλάμινο (Cyclamen graecum)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.207, @scaife.perseus
- Ἢν δὲ ὑστέρη ἀλγέῃ ἄχρι κύστιος, πράσου καρπὸν ξὺν ὕδατι τριπτὸν πίνειν· ἢ κυκλαμίνου ῥίζην ἐν οἴνῳ λευκῷ πιπίσκειν νῆστιν, καὶ θερμῷ λουέσθω, καὶ ἀπόθερμον πινέτω νῆστις, καὶ χλιάσματα προστιθέναι·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 32, p.364, @scaife.perseus
- κυκλαμίνου μέγεθος ὅσον ἀστραγάλου, καὶ ἄνθος χαλκοῦ ὅσον κύαμον τρίψας, καὶ μέλιτι δεύσας, καλῶς ποιήσας βάλανον, προστιθέναι.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ἀπλῶν φαρμάκων, (Euporista vel De simplicibus medicinis), 2.83.1, @scaife.perseus
- κυκλαμίνου ῥίζα σὺν μέλιτι καὶ ὁ χυλός· φασὶ δέ τινες ὅτι, κἂν ὑπερβῇ τὴν ῥίζαν τῆς κυκλαμίνου γυνὴ ἔγκυος, ἐκτιτρώσκει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.207, @scaife.perseus
Πολυλεκτικοί όροι
- κυκλάμινος ἑτέρα: (Lonicera periclymenum), ευρωπαϊκό αγιόκλημα
Αναφορές
- κυκλάμινο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κυκλάμινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.