δακτύλιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δακτύλιος | οι | δακτύλιοι |
| γενική | του | δακτυλίου & δακτύλιου |
των | δακτυλίων |
| αιτιατική | τον | δακτύλιο | τους | δακτυλίους & δακτύλιους |
| κλητική | δακτύλιε | δακτύλιοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δακτύλιος < αρχαία ελληνική δακτύλιος (δαχτυλίδι), υποκοριστικό του δάκτυλος
Ουσιαστικό
δακτύλιος αρσενικό
- φυσικό σώμα με σχήμα περιφέρειας κύκλου, που μοιάζει με δαχτυλίδι
- νοητή κλειστή καμπύλη γραμμή που ορίζεται από μια σειρά δρόμων και περικλείει τμήμα μιας πόλης
- το κεντρικό τμήμα της πόλης της Αθήνας στο οποίο επιτρέπεται η κυκλοφορία των ιδιωτικών αυτοκινήτων εκ περιτροπής, ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού κυκλοφορίας τους
- σήμερα στον δακτύλιο κυκλοφορούν τα μονά
- το κεντρικό τμήμα της πόλης της Αθήνας στο οποίο επιτρέπεται η κυκλοφορία των ιδιωτικών αυτοκινήτων εκ περιτροπής, ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού κυκλοφορίας τους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.