δακτύλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δακτύλιος οι δακτύλιοι
      γενική του δακτυλίου
& δακτύλιου
των δακτυλίων
    αιτιατική τον δακτύλιο τους δακτυλίους
& δακτύλιους
     κλητική δακτύλιε δακτύλιοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δακτύλιος < αρχαία ελληνική δακτύλιος (δαχτυλίδι), υποκοριστικό του δάκτυλος

Ουσιαστικό

δακτύλιος αρσενικό

  1. φυσικό σώμα με σχήμα περιφέρειας κύκλου, που μοιάζει με δαχτυλίδι
  2. νοητή κλειστή καμπύλη γραμμή που ορίζεται από μια σειρά δρόμων και περικλείει τμήμα μιας πόλης
    • το κεντρικό τμήμα της πόλης της Αθήνας στο οποίο επιτρέπεται η κυκλοφορία των ιδιωτικών αυτοκινήτων εκ περιτροπής, ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού κυκλοφορίας τους
      σήμερα στον δακτύλιο κυκλοφορούν τα μονά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.