ασπίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπίδα οι ασπίδες
      γενική της ασπίδας των ασπίδων
    αιτιατική την ασπίδα τις ασπίδες
     κλητική ασπίδα ασπίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασπίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσπίς από την αιτιατική «τὴν ἀσπίδα»

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈspi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασπίδα

Ουσιαστικό

ασπίδα θηλυκό

  1. (οπλισμός, ιστορία) αμυντικό όπλο της αρχαιότητας και του μεσαίωνα που το κρατούσε μπροστά του ο πολεμιστής για να προφυλαχτεί
    1. προστατευτική κατασκευή
    2. (μεταφορικά) σύνολο μέσων προστασίας από κίνδυνο ή απειλή
  2. (φίδι) είδος δηλητηριώδους φιδιού, ο αστρίτης

Συνώνυμα

  • αιγίδα (επικαλυμμένη με κατσικίσιο δέρμα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.