Kreis

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Kreis die Kreise
γενική des Kreises der Kreise
δοτική dem Kreis
Kreise
den Kreisen
αιτιατική den Kreis die Kreise

Ετυμολογία

Kreis < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική kreiʒ < παλαιά άνω γερμανική kreiʒ [1] [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /kʁaɪ̯s/
 

Ουσιαστικό

Kreis (de) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο κύκλος
  2. ομάδα, κύκλος ατόμων
  3. ο νομός, η επαρχία
     συνώνυμα: Landkreis

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Freundeskreis
  • kreisförmig
  • Kreislauf
  • Kreislinie
  • Kreisverkehr
  • Kreiszahl
  • Polarkreis
  • Schaltkreis
  • Stadtkreis
  • Stromkreis
  • Teufelskreis
  • Tierkreis
  • Wahlkreis
  • Wendekreis

  • Kreis στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. Kreis - Duden online.
  2. Kreis - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

Kreis < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Kreis αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Σλοβενικά (sl)

Ετυμολογία

Kreis < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Kreis αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Priimki (G-L), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (G-L), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 16/9/2023, CC BY 4.0



Γερμανικά (de)

Ετυμολογία

Kreis < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Kreis αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.