κυκλωνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυκλωνικός η κυκλωνική το κυκλωνικό
      γενική του κυκλωνικού της κυκλωνικής του κυκλωνικού
    αιτιατική τον κυκλωνικό την κυκλωνική το κυκλωνικό
     κλητική κυκλωνικέ κυκλωνική κυκλωνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυκλωνικοί οι κυκλωνικές τα κυκλωνικά
      γενική των κυκλωνικών των κυκλωνικών των κυκλωνικών
    αιτιατική τους κυκλωνικούς τις κυκλωνικές τα κυκλωνικά
     κλητική κυκλωνικοί κυκλωνικές κυκλωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυκλωνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cyclonic < cyclone < αρχαία ελληνική κυκλόω / κυκλῶ < κύκλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.klo.niˈkos/

Επίθετο

κυκλωνικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.