τετράκυκλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τετράκυκλος | η | τετράκυκλη | το | τετράκυκλο |
| γενική | του | τετράκυκλου | της | τετράκυκλης | του | τετράκυκλου |
| αιτιατική | τον | τετράκυκλο | την | τετράκυκλη | το | τετράκυκλο |
| κλητική | τετράκυκλε | τετράκυκλη | τετράκυκλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τετράκυκλοι | οι | τετράκυκλες | τα | τετράκυκλα |
| γενική | των | τετράκυκλων | των | τετράκυκλων | των | τετράκυκλων |
| αιτιατική | τους | τετράκυκλους | τις | τετράκυκλες | τα | τετράκυκλα |
| κλητική | τετράκυκλοι | τετράκυκλες | τετράκυκλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
τετράκυκλος, -η, -ο
- αυτός που φέρει τέσσερις τροχούς
- τετράκυκλη άμαξα
Συνώνυμα
Συγγενικά
- δίκυκλος
- τρίκυκλος
Μεταφράσεις
τετράκυκλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.