κυκλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυκλωμένος | η | κυκλωμένη | το | κυκλωμένο |
| γενική | του | κυκλωμένου | της | κυκλωμένης | του | κυκλωμένου |
| αιτιατική | τον | κυκλωμένο | την | κυκλωμένη | το | κυκλωμένο |
| κλητική | κυκλωμένε | κυκλωμένη | κυκλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυκλωμένοι | οι | κυκλωμένες | τα | κυκλωμένα |
| γενική | των | κυκλωμένων | των | κυκλωμένων | των | κυκλωμένων |
| αιτιατική | τους | κυκλωμένους | τις | κυκλωμένες | τα | κυκλωμένα |
| κλητική | κυκλωμένοι | κυκλωμένες | κυκλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυκλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυκλώνω
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κυκλωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.