κύκλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κύκλωμα τα κυκλώματα
      γενική του κυκλώματος των κυκλωμάτων
    αιτιατική το κύκλωμα τα κυκλώματα
     κλητική κύκλωμα κυκλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος πριν την τοποθέτηση διόδων, πυκνωτών, αντιστάσεων ή άλλων ηλεκτρονικών εξαρτημάτων.

Ετυμολογία

κύκλωμα < αρχ. κύκλωμα < κυκλόω-ῶ

Ουσιαστικό

κύκλωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυκλώνω, κύκλωση
  2. (μτφ.) σύνολο ποικίλων διασυνδέσεων
    στον τόπο λειτουργούν διάφορα κυκλώματα

Εκφράσεις

  • ηλεκτρικό κύκλωμα:(φυσ.) το σύνολο της ηλεκτρικής πηγής και των αγωγών, που συνδέουν τους πόλους

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.