ακύκλωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακύκλωτος | η | ακύκλωτη | το | ακύκλωτο |
| γενική | του | ακύκλωτου | της | ακύκλωτης | του | ακύκλωτου |
| αιτιατική | τον | ακύκλωτο | την | ακύκλωτη | το | ακύκλωτο |
| κλητική | ακύκλωτε | ακύκλωτη | ακύκλωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακύκλωτοι | οι | ακύκλωτες | τα | ακύκλωτα |
| γενική | των | ακύκλωτων | των | ακύκλωτων | των | ακύκλωτων |
| αιτιατική | τους | ακύκλωτους | τις | ακύκλωτες | τα | ακύκλωτα |
| κλητική | ακύκλωτοι | ακύκλωτες | ακύκλωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακύκλωτος < μεσαιωνική ελληνική ἀκύκλωτος < κυκλώνω < αρχαία ελληνική κυκλόω / κυκλῶ
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.