ακύκλωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακύκλωτος η ακύκλωτη το ακύκλωτο
      γενική του ακύκλωτου της ακύκλωτης του ακύκλωτου
    αιτιατική τον ακύκλωτο την ακύκλωτη το ακύκλωτο
     κλητική ακύκλωτε ακύκλωτη ακύκλωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακύκλωτοι οι ακύκλωτες τα ακύκλωτα
      γενική των ακύκλωτων των ακύκλωτων των ακύκλωτων
    αιτιατική τους ακύκλωτους τις ακύκλωτες τα ακύκλωτα
     κλητική ακύκλωτοι ακύκλωτες ακύκλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακύκλωτος < μεσαιωνική ελληνική ἀκύκλωτος < κυκλώνω < αρχαία ελληνική κυκλόω / κυκλῶ

Επίθετο

ακύκλωτος

  1. που δεν έχει κυκλωθεί ή δεν μπορεί να κυκλωθεί
  2. απερικύκλωτος
     αντώνυμα: περικυκλωμένος
  3. απεριτείχιστος
     αντώνυμα: περιτειχισμένος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.