στόμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόμα τα στόματα
      γενική του στόματος των στομάτων
    αιτιατική το στόμα τα στόματα
     κλητική στόμα στόματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στόμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στόμα
Κλειστό ανθρώπινο στόμα.
Ανοιχτό στόμα αλιγάτορα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsto.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στόμα

Ουσιαστικό

στόμα ουδέτερο

  1. (ανατομία) άνοιγμα στο πρόσωπο των ανθρώπων ή στο κεφάλι των ζώων, που χρησιμεύει στην κατάποση της τροφής και στην ομιλία
    Κλείνε το στόμα σου όταν τρως.
  2. (μεταφορικά) ένας άνθρωπος, σαν μονάδα μέτρησης
    Η μάνα του είχε δέκα στόματα να θρέψει.
  3. το άνοιγμα μιας κοιλότητας
    το στόμα του μπουκαλιού
     συνώνυμα: είσοδος, στόμιο

Εκφράσεις

  • ανοίγω το στόμα (μου)
  • από στόματος
  • βάζω κάτι στο στόμα (μου)
  • γλυτώνω από το στόμα του λύκου
  • γλυτώνω από του χάρου το στόμα
  • [[κλείνω το στόμα / βουλώνω το στόμα κάποιου
  • με μισό στόμα
  • μ' ένα στόμα
  • (αφήνω, μένω) με το στόμα ανοιχτό / με ανοιχτό το στόμα
  • μένω με το δάχτυλο στο στόμα
  • πέφτω στο στόμα του λύκου
  • στόμα απύλωτο
  • το παίρνω απ' το στόμα (μου)
  • στο στόμα μου το έχω

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
στομ- 

και

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στόμᾰ τὰ στόμᾰτ
      γενική τοῦ στόμᾰτος τῶν στομᾰ́των
      δοτική τῷ στόμᾰτ τοῖς στόμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ στόμᾰ τὰ στόμᾰτ
     κλητική ! στόμᾰ στόμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στόμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  στομᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στόμα < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα)

Ουσιαστικό

στόμα ουδέτερο (& αιολικός τύπος: στύμα)

  1. (ανατομία) το στόμα
  2. όργανο της φωνής, λαλιά, ομιλία
    δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματα
  3. λόγια, εκφράσεις, τρόπος έκφρασης, η γλώσσα που χρησιμοποιεί κάποιος
    τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα
    τό σόν στόμα ἐλεινόν - κἂν καλὸν φορῇ στόμα
  4. προφορικός
    ἀπὸ στόματος εἰπεῖν (από μνήμης, χωρίς γραπτά)
  5. (γεωγραφία) στόμιο, εκβολές
    στόμα τοῦ Πόντου - Τό ἄνω στόμα τῆς διώρυχος
  6. χάσμα, ρήγμα
  7. άνοιγμα, είσοδος
    στόμα φρέατος
    ἑπτάπυλον στόμα (οι επτά είσοδοι της Θήβας)
  8. το πρόσθιο, μπροστινό μέρος, μέτωπο
    ἀπό στόματος (τα πρόσθια στρατεύματα στη μάχη σε αντιδιαστολή προς την οπισθοφυλακή: ἀπὸ τῆς οὐρᾶς)
  9. πρόσωπο
    κατὰ στόμα : κατά πρόσωπο, πρόσωπο με πρόσωπο, μπροστά σου
  10. άκρο, χείλος, κορυφή, το όριο
    ἄκρον στόματος πύργων
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἀγησίλαος, 11.1–11.16
    τίς δὲ συμμάχοις θάρσος παρέσχεν ὅσον Ἀγησίλαος, καίπερ ἤδη πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου ὤν;
    Ποίος δε ενέσπειρε εις τους συμμάχους του τόσον θάρρος όσον ο Αγησίλαος, μολονότι ευρισκόμενος ήδη προς το τέρμα της ζωής;
    Μετάφραση: Κ. Καιροφύλας @greek-language.gr)
    τό στόμα τῆς αἰχμῆς (το μυτερό άκρο του όπλου)
  11. (μεταφορικά) αυτό που καταπίνει
    πτολέμοιο, ὑσμίνης στόμα (πόλεμος, το στόμα της μάχης, δηλ. που καταπίνει σαν τέρας)
  12. η πηγή ποταμού

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
στομ- 
  • -στομος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -στομος στο Βικιλεξικό
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.