στόμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στόμα | τα | στόματα |
| γενική | του | στόματος | των | στομάτων |
| αιτιατική | το | στόμα | τα | στόματα |
| κλητική | στόμα | στόματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στόμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στόμα

Κλειστό ανθρώπινο στόμα.

Ανοιχτό στόμα αλιγάτορα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsto.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στό‐μα
Ουσιαστικό
στόμα ουδέτερο
- (ανατομία) άνοιγμα στο πρόσωπο των ανθρώπων ή στο κεφάλι των ζώων, που χρησιμεύει στην κατάποση της τροφής και στην ομιλία
- ↪ Κλείνε το στόμα σου όταν τρως.
- (μεταφορικά) ένας άνθρωπος, σαν μονάδα μέτρησης
- ↪ Η μάνα του είχε δέκα στόματα να θρέψει.
- το άνοιγμα μιας κοιλότητας
- ο στόμας (αρσενικό, λαϊκό)
Εκφράσεις
- ανοίγω το στόμα (μου)
- από στόματος
- βάζω κάτι στο στόμα (μου)
- γλυτώνω από το στόμα του λύκου
- γλυτώνω από του χάρου το στόμα
- [[κλείνω το στόμα / βουλώνω το στόμα κάποιου
- με μισό στόμα
- μ' ένα στόμα
- (αφήνω, μένω) με το στόμα ανοιχτό / με ανοιχτό το στόμα
- μένω με το δάχτυλο στο στόμα
- πέφτω στο στόμα του λύκου
- στόμα απύλωτο
- το παίρνω απ' το στόμα (μου)
- στο στόμα μου το έχω
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
στομ-
στομ-
- -στομος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -στομος στο Βικιλεξικό όπως αθυρόστομος, άστομος, δίστομος, μεγαλόστομος, ψευδόστομος
- -στομία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -στομία στο Βικιλεξικό όπως αθυροστομία, μεγαλοστομία, ξηροστομία
και
- αθυρόστομα (επίρρημα)
- αθυροστομώ
- ακροστόμιο
- ανάστομα (επίρρημα)
- αναστομώνω, αναστομώνομαι
- αναστόμωση
- αξεστόμιστος
- απίστομα (επίρρημα)
- απιστομίζω, απιστομίζομαι
- απιστόμισμα
- απιστομιώνω
- απιστομώ
- αποξεστομίζω
- αποστοματικά (επίρρημα)
- αποστομίζω
- αποστοματικός
- αποστομισμένος
- αποστόμωμα
- αποστομωμένος
- αποστομώνω, αποστομώνομαι (αποστομιέμαι)
- αποστόμωση
- αποστομωτής
- αστόμωτος
- βρομόστομα
- δίστομο
- διαστόμωση
- διστομάτωση
- διστομίαση
- εκστομίζω, εκστομίζομαι
- εκστόμιση
- ελευθρόστομα (& επίρρημα)
- επίστομα (επίρρημα)
- επιστομίδα
- επιστομίζω
- επιστόμιο
- επιστόμωση
- θυροστόμι
- καταπίστομα (επίρρημα)
- κατάστομα (επίρρημα)
- κυτταρόστομα
- λυκόστομα
- λυκόστομο
- μεγαλόστομα (επίρρημα)
- μεγαλοστομώ
- μυριοστόματος
- ξεστομίζω, ξεστομίζομαι
- ξεστόμισμα
- ξεστομισμένος
- ξεστομώνω
- οδοντοστοματολογία
- οξύστομα (ουδέτερο πληθυντικός)
- παλιόστομα
- περιστόμιο
- πηγαδόστομα
- πηγαδόστομο
- πίστομα (επίρρημα)
- πιστομίζω, πιστομίζομαι
- πιστομώνω
- πολυστόμαστος
- προστομιαίο
- προστομίδα
- προστόμιο
- πρωτοξεστομίζω
- στομαλγία
- στομαλίμνη
- στόμας
- στοματάκι
- στοματαλγία
- στοματάρα
- στοματάς - στοματού
- στοματικά (επίρρημα)
- στοματικός
- στοματίτιδα
- στοματογναθοπροσωπικός
- στοματοδιαστολέας
- στοματολαλία
- στοματολογία
- στοματολογικά (επίρρημα)
- στοματολόγος
- στοματοπάθεια
- στοματοπροσωπικός
- στοματορραγία
- στοματοσκόπιο
- στοματοφάρυγγας
- στομάχι
- στομίδα
- στόμιο
- στόμωμα
- στομωμένος
- στομώνω, στομώνομαι
- στόμωση
- υδροστόμιο
- φουρνόστομο
- χρυσόστομα
-
στόμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
το στόμα
|
Πηγές
- στόμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στόμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | στόμᾰ | τὰ | στόμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | στόμᾰτος | τῶν | στομᾰ́των |
| δοτική | τῷ | στόμᾰτῐ | τοῖς | στόμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | στόμᾰ | τὰ | στόμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | στόμᾰ | στόμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στόμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στομᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στόμα < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα)
Ουσιαστικό
στόμα ουδέτερο (& αιολικός τύπος : στύμα)
- (ανατομία) το στόμα
- όργανο της φωνής, λαλιά, ομιλία
- ↪ δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματα
- λόγια, εκφράσεις, τρόπος έκφρασης, η γλώσσα που χρησιμοποιεί κάποιος
- ↪ τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα
- ↪ τό σόν στόμα ἐλεινόν - κἂν καλὸν φορῇ στόμα
- προφορικός
- ↪ ἀπὸ στόματος εἰπεῖν (από μνήμης, χωρίς γραπτά)
- (γεωγραφία) στόμιο, εκβολές
- ↪ στόμα τοῦ Πόντου - Τό ἄνω στόμα τῆς διώρυχος
- χάσμα, ρήγμα
- άνοιγμα, είσοδος
- ↪ στόμα φρέατος
- ↪ ἑπτάπυλον στόμα (οι επτά είσοδοι της Θήβας)
- το πρόσθιο, μπροστινό μέρος, μέτωπο
- ↪ ἀπό στόματος (τα πρόσθια στρατεύματα στη μάχη σε αντιδιαστολή προς την οπισθοφυλακή: ἀπὸ τῆς οὐρᾶς)
- πρόσωπο
- ↪ κατὰ στόμα : κατά πρόσωπο, πρόσωπο με πρόσωπο, μπροστά σου
- άκρο, χείλος, κορυφή, το όριο
- ↪ ἄκρον στόματος πύργων
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀγησίλαος, 11.1–11.16
- τίς δὲ συμμάχοις θάρσος παρέσχεν ὅσον Ἀγησίλαος, καίπερ ἤδη πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου ὤν;
- Ποίος δε ενέσπειρε εις τους συμμάχους του τόσον θάρρος όσον ο Αγησίλαος, μολονότι ευρισκόμενος ήδη προς το τέρμα της ζωής;
- Μετάφραση: Κ. Καιροφύλας @greek-language.gr)
- τίς δὲ συμμάχοις θάρσος παρέσχεν ὅσον Ἀγησίλαος, καίπερ ἤδη πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου ὤν;
- ↪ τό στόμα τῆς αἰχμῆς (το μυτερό άκρο του όπλου)
- (μεταφορικά) αυτό που καταπίνει
- ↪ πτολέμοιο, ὑσμίνης στόμα (πόλεμος, το στόμα της μάχης, δηλ. που καταπίνει σαν τέρας)
- η πηγή ποταμού
Εκφράσεις
- ἀθύρωτον στόμα
- ἀπὸ στόματος
- ἀπύλωτον στόμα
- ἐξ ἑνὸς στόματος
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
στομ-
στομ-
- -στομος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -στομος στο Βικιλεξικό
- ἀθυρόστομος
- στόμαχος
- στόμιον
- στομόω
- στόμωμα
- στόμωσις
- στομακάκη
- στομαλίμνη
- στόμαργος
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- στόμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στόμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.