στοματοφάρυγγας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στοματοφάρυγγας | οι | στοματοφάρυγγες |
| γενική | του | στοματοφάρυγγα | των | στοματοφαρύγγων |
| αιτιατική | τον | στοματοφάρυγγα | τους | στοματοφάρυγγες |
| κλητική | στοματοφάρυγγα | στοματοφάρυγγες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στοματοφάρυγγας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στοματοφάρυγγας αρσενικό
Παράγωγα
- ρινοφάρυγγας
- υποφάρυγγας
- → δείτε και τις λέξεις στόμα και φάρυγγας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.