στομαλγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στομαλγία | οι | στομαλγίες |
| γενική | της | στομαλγίας | των | στομαλγιών |
| αιτιατική | τη | στομαλγία | τις | στομαλγίες |
| κλητική | στομαλγία | στομαλγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
στομαλγία θηλυκό
- (ιατρική) πόνος στο στόμα
Μεταφράσεις
στομαλγία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.