στοματολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η στοματολόγος οι στοματολόγοι
      γενική του/της στοματολόγου των στοματολόγων
    αιτιατική τον/τη στοματολόγο τους/τις στοματολόγους
     κλητική στοματολόγε στοματολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοματολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stomatologue[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stomatologist[1] [2] < αρχαία ελληνική στόμα + λέγω

Επίθετο

στοματολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. στοματολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στοματολόγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.