ρήγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρήγμα | τα | ρήγματα |
| γενική | του | ρήγματος | των | ρηγμάτων |
| αιτιατική | το | ρήγμα | τα | ρήγματα |
| κλητική | ρήγμα | ρήγματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρήγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥῆγμα < ῥήγνυμι
- για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rupture [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾiɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρήγ‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : ρή‐γμα
Ουσιαστικό
ρήγμα ουδέτερο
- το σπάσιμο που εμφανίζει την εικόνα μιας γραμμής που διασπά μια ενιαία επιφάνεια
- ↪ Οι βολές με τους καταπέλτες προκάλεσαν πολλά ρήγματα στα τείχη της πόλης.
- (γεωλογία) η διάρρηξη (σπάσιμο) του στερεού φλοιού της γης
- ↪ Το ρήγμα νοτίως του νησιού έδωσε αρκετούς σεισμούς τα τελευταία χρόνια.
- ↪ Ο σεισμός προκάλεσε ένα ρήγμα κοντά στην πόλη και οι κάτοικοι είναι ανήσυχοι.
- (μεταφορικά) το σπάσιμο (η διάσπαση) της εξωτερικής αμυντικής γραμμής
- (μεταφορικά) η διάσπαση της ομοιογένειας ενός συνόλου λόγω σοβαρών αντιθέσεων
- ↪ οι δηλώσεις του υπουργού που έρχονται σε αντίθεση με την κυβερνητική πολιτική προκαλούν ρήγμα στην εικόνα της κυβέρνησης.
Συγγενικά
- διάρρηγμα
- διαρρηγμένος
- ρηγματώδης
- ρηγματώνω, ρηγματώνομαι
- ρηγμάτωση
- ρηγματάκι
→ και δείτε τη λέξη ρηγνύω για άλλα θέματα όπως ραγ- ρηγ- ρωγ-
Μεταφράσεις
σπάσιμο
- ρήγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.