ρήγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρήγμα τα ρήγματα
      γενική του ρήγματος των ρηγμάτων
    αιτιατική το ρήγμα τα ρήγματα
     κλητική ρήγμα ρήγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρήγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥῆγμα < ῥήγνυμι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾiɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρήγμα
παλιότερος συλλαβισμός: ρήγμα

Ουσιαστικό

ρήγμα ουδέτερο

  1. το σπάσιμο που εμφανίζει την εικόνα μιας γραμμής που διασπά μια ενιαία επιφάνεια
    Οι βολές με τους καταπέλτες προκάλεσαν πολλά ρήγματα στα τείχη της πόλης.
  2. (γεωλογία) η διάρρηξη (σπάσιμο) του στερεού φλοιού της γης
    Το ρήγμα νοτίως του νησιού έδωσε αρκετούς σεισμούς τα τελευταία χρόνια.
    Ο σεισμός προκάλεσε ένα ρήγμα κοντά στην πόλη και οι κάτοικοι είναι ανήσυχοι.
  3. (μεταφορικά) το σπάσιμοδιάσπαση) της εξωτερικής αμυντικής γραμμής
  4. (μεταφορικά) η διάσπαση της ομοιογένειας ενός συνόλου λόγω σοβαρών αντιθέσεων
    οι δηλώσεις του υπουργού που έρχονται σε αντίθεση με την κυβερνητική πολιτική προκαλούν ρήγμα στην εικόνα της κυβέρνησης.

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ρηγνύω για άλλα θέματα όπως ραγ- ρηγ- ρωγ-

Μεταφράσεις


This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.