αποστόμωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποστόμωμα | τα | αποστομώματα |
| γενική | του | αποστομώματος | των | αποστομωμάτων |
| αιτιατική | το | αποστόμωμα | τα | αποστομώματα |
| κλητική | αποστόμωμα | αποστομώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποστόμωμα < αποστομώνω + -μα
Μεταφράσεις
αποστόμωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.