πρόσωπο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρόσωπο | τα | πρόσωπα |
| γενική | του | προσώπου & πρόσωπου |
των | προσώπων |
| αιτιατική | το | πρόσωπο | τα | πρόσωπα |
| κλητική | πρόσωπο | πρόσωπα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόσωπο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρόσωπον[1] < πρός + ὤψ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.so.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σω‐πο
Ουσιαστικό
πρόσωπο ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) το μπροστινό μέρος του κεφαλιού
- ↪ Τα μάτια, η μύτη και το στόμα βρίσκονται στο πρόσωπο.
- άνθρωπος, άτομο
- ※ Το τραπέζι ήταν στρωμένο για δυο πρόσωπα. (⌘ Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες - Αριάγνη, 1962 [μυθιστόρημα])
- (γραμματική) γραμματικός όρος που δείχνει ποιος ενεργεί
- προσώπατο
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
- το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο: για κοινά συμφέροντα οι άνθρωποι βοηθούν ο ένας τον άλλο
Συγγενικά
Σύνθετα
ετυμολογικό πεδίο
προσωπ-
προσωπ-
- -πρόσωπος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πρόσωπος στο Βικιλεξικό όπως αντιπρόσωπος, ασπροπρόσωπος, διπρόσωπος
- αγγελοπρόσωπος
- αντιπροσωπεία
- αντιπροσώπευση
- αντιπροσωπευτικός
- αντιπροσωπευτικότητα
- αντιπροσωπεύω
- αντιπρόσωπος
- απροσωπόληπτος
- απροσωποληψία
- αυτοπροσωπογραφία
- αυτοπροσώπως
- διαπροσωπικός
- διπλοπροσωπία
- καταπρόσωπα, καταπρόσωπο
- προσωπαλγία
- προσωπογραφία
- προσωποκεντρικός
- προσωποκράτηση
- προσωποκρατία
- προσωπολατρία
- προσωποληψία
- προσωπολογία
- προσωπομετρία
- προσωποπαγής
- προσωποποίηση
Μεταφράσεις
μέρος του σώματος έμβιου οργανισμού
|
Αναφορές
- πρόσωπο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.