εκβολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκβολή οι εκβολές
      γενική της εκβολής των εκβολών
    αιτιατική την εκβολή τις εκβολές
     κλητική εκβολή εκβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκβολή < αρχαία ελληνική ἐκβολή

Προφορά

ΔΦΑ : /ek.voˈli/

Ουσιαστικό

εκβολή θηλυκό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.